Facebook
magnify
Home Αποζημίωση Εμπορικοί Αντιπρόσωποι ΠΔ 219-1991
formats

Εμπορικοί Αντιπρόσωποι ΠΔ 219-1991

“Περί αντιπροσώπων σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων”.

Άρθρο 1.

  1. Σκοπός του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος είναι η προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Ε.Κ.) “για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών – μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες)” που δημοσιεύθηκε στην ελληνική γλώσσα στην Επίσημη Εφημερίδα των Ε.Κ. αριθμ. ΕΕ αριθμ. L 382 της 31.12.1986 σελ.17
  2. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Διατάγματος, Εμπορικός Αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου, μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται στο εξής “αντιπροσωπευόμενος”, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων, είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου.
  3. Εμπορικός Αντιπρόσωπος:
    α) Είναι υποχρεωμένος να εγγραφεί ως εμπορικός αντιπρόσωπος στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. και στα αμιγή Εμπορικά Επιμελητήρια ή στο Εμπορικό Τμήμα των λοιπών Επιμελητηρίων, και στο Ταμείο Ασφαλίσεως Εμπόρων.
    [Το εδάφιο α’ αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 1 του π.δ. 312/1995].
    β) Μπορεί να διατηρεί υπαντιπροσώπους στην έδρα της εγκατάστασής του ή σε άλλες πόλεις μέσα στο γεωγραφικό τομέα στον οποίο ασκεί τη δραστηριότητά του.
    [Το εδάφιο β’ αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρο 1 του π.δ. 249/93]
  4. Εμπορικοί Αντιπρόσωποι, κατά την έννοια του παρόντος Διατάγματος, δε μπορούν να είναι ιδίως:
    α) Τα πρόσωπα τα οποία υπό την ιδιότητα του οργάνου έχουν την εξουσία να δεσμεύουν μία εταιρία ή ένωση προσώπων.
    β) Οι εταίροι οι οποίοι έχουν νόμιμη εξουσία να δεσμεύουν τους άλλους εταίρους.
    γ) Οι διαχειριστές που ορίζονται από το δικαστήριο, οι εκκαθαριστές ή οι σύνδικοι πτωχεύσεως.

Άρθρο 2.
Οι διατάξεις του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος δεν έχουν εφαρμογή για: α) Τους μη αμειβόμενους Εμπορικούς Αντιπροσώπους. β)Τους Εμπορικούς Αντιπροσώπους εφόσον συναλλάσσονται στα Χρηματιστήρια Εμπορευμάτων ή στις αγορές πρώτων υλών.

Άρθρο 3.
[Το άρθρο 3 καταργήθηκε από το άρθρο 4 του π.δ. 249/93]

Άρθρο 4.

  1. Ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος οφείλει κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του να μεριμνά για τα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου και να δρα νόμιμα με βάση την καλή πίστη.Ιδιαίτερα ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος οφείλει:
    α) Να ασχολείται με τη δέουσα επιμέλεια κατά τη διαπραγμάτευση και ενδεχομένως κατά την σύναψη των πράξεων οι οποίες του έχουν ανατεθεί.
    β) Να ανακοινώνει στον αντιπροσωπευόμενο κάθε αναγκαία πληροφορία που διαθέτει.
    γ) Να συμμορφώνεται προς της εύλογες υποδείξεις του αντιπροσωπευόμενου.
    [Η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 2 παρ.1 του π.δ. 312/95].
  2. Ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει κατά τη διάρκεια των σχέσεών του με τον Εμπορικό Αντιπρόσωπο να δρα νόμιμα, με βάση την καλή πίστη.
    Ιδιαίτερα ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει:
    α)Να θέτει στη διάθεση του Εμπορικού Αντιπροσώπου τα αναγκαία πληροφοριακά έγγραφα, που αφορούν τα εμπορεύματα περί των οποίων εκάστοτε πρόκειται.
    β)Να παρέχει στον Εμπορικό Αντιπρόσωπο τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκτέλεση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ιδίως να ειδοποιεί τον Εμπορικό Αντιπρόσωπο, μέσα σε εύλογη προθεσμία, μόλις προβλέψει ότι ο όγκος των εμπορικών πράξεων θα είναι αισθητά μικρότερος από εκείνον που ο αντιπρόσωπος θα έπρεπε να αναμένει κανονικά.
    [Η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρο 1 του π.δ. 88/94].
  3. Ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει, εξάλλου, να ενημερώνει μέσα σε εύλογη προθεσμία τον Εμπορικό Αντιπρόσωπο σχετικά με την εκ μέρους του αποδοχή ή απόρριψη, καθώς και με την μη εκτέλεση μιας εμπορικής πράξης για την οποία μεσολάβησε.
    [Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρο 2 παρ.2 του π.δ. 312/95].
  4. Τα μέρη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του άρθρου αυτού. [Η παρ.4 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 3 παρ. 3 του π.δ. 312/95].

Άρθρο 5.

  1. Ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος δικαιούται την ειδικώς συμφωνηθείσα αμοιβή.
  2. Ελλείψει σχετικής συμφωνίας μεταξύ των μερών και ειδικών διατάξεων ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται αμοιβή που καθορίζεται σε ποσοστό επί της αξίας της σύμβασης στην οποία μεσολαβεί ή συνάπτει για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου σύμφωνα με τις συνήθειες που εφαρμόζονται στον τόπο όπου ασκεί τη δραστηριότητά του και για την αντιπροσώπευση των εμπορευμάτων τα οποία αφορά η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. Ελλείψει παρομοίων συνθηκών ο αντιπρόσωπος δικαιούται εύλογη αμοιβή, αφού ληφθούν υπόψη όλα τα στοιχεία που έχουν σχέση με την εμπορική πράξη.
    [Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρο 3 παρ.1 του π.δ. 312/95].
  3. Κάθε στοιχείο της αμοιβής το οποίο μεταβάλλεται ανάλογα με τον αριθμό ή την αξία των υποθέσεων θεωρείται ότι, κατά την έννοια του παρόντος διατάγματος, αποτελεί προμήθεια.
    [Η παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 3 παρ. 2 του π.δ. 312/95].
  4. Οι διατάξεις των επόμενων άρθρων 6 και 7 εφαρμόζονται εφόσον ο εμπορικός αντιπρόσωπος αμείβεται συνολικά ή εν μέρει με προμήθεια.

Άρθρο 6.

  1. Για εμπορική πράξη, που έχει συναφθεί κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται προμήθεια: α) αν η πράξη έχει συναφθεί χάρη στην παρέμβασή του ή β) αν η πράξη έχει συναφθεί με τρίτο με τον οποίο ο αντιπρόσωπος έχει συνάψει προηγουμένως πράξεις του ίδιου είδους ώστε να τον έχει καταστήσει πελάτη ή γ) αν είναι αρμόδιος για ένα καθορισμένο γεωγραφικό τομέα ή για μία καθορισμένη ομάδα προσώπων και η πράξη έχει συναφθεί με πελάτη που ανήκει σε αυτόν τον τομέα ή σε αυτήν την ομάδα.
    [Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρο 6 παρ.2 του π.δ. 312/95].
  2. Για εμπορική πράξη που έχει συναφθεί μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος δικαιούται προμήθειας:
    α) Εάν η πράξη οφείλεται κυρίως στην δραστηριότητα που αυτός ανέπτυξε κατά την διάρκεια ισχύος της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και έχει συναφθεί μέσα σε εύλογη προθεσμία από τη λύση αυτή της σύμβασης.
    [Το εδάφιο α’ αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρο 6 παρ.3 του π.δ. 312/95].
    β) Εάν, σύμφωνα με τους όρους της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου η παραγγελία του τρίτου περιήλθε στον Εμπορικό Αντιπρόσωπο ή τον αντιπροσωπευόμενο πριν από τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.
  3. Ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος δεν δικαιούται προμήθεια κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εάν αυτή οφείλεται, δυνάμει της παραγράφου 2 του αυτού άρθρου, στον προηγούμενο αντιπρόσωπο, εκτός εάν λόγω της δραστηριότητάς του θεωρείται δίκαιο η προμήθεια να διανεμηθεί μεταξύ τους.

Άρθρο 7.

  1. Η αξίωση επί της προμήθειας υφίσταται από τον χρόνο και κατά το μέτρο που συντρέχει μία από τις παρακάτω περιπτώσεις:
    α) Ο αντιπροσωπευόμενος εξετέλεσε την πράξη
    β) Ο αντιπροσωπευόμενος όφειλε να έχει εκτελέσει την πράξη δυνάμει της συμφωνίας που έχει συναφθεί με το τρίτο.
    γ) Ο τρίτος εξετέλεσε την πράξη
  2. Η αξίωση επί της προμήθειας γεννάται όταν ο τρίτος έχει εκτελέσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση ή θα έπρεπε να τις έχει εκτελέσει εάν ο αντιπροσωπευόμενος είχε προβεί στην απαραίτητη σύμπραξη για την ολοκλήρωση της σύμβασης.
  3. Η προμήθεια καταβάλλεται το αργότερο την τελευταία ημέρα του μηνός που ακολουθεί το τρίμηνο κατά τη διάρκεια του οποίου είχε γεννηθεί η σχετική αξίωση.
  4. Το δικαίωμα της προμήθειας αποσβήνεται μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι η σύμβαση μεταξύ του τρίτου και του εντολέα δεν θα εκτελεστεί και η μη εκτέλεση δεν οφείλεται σε γεγονότα για τα οποία είναι υπαίτιος ο αντιπροσωπευόμενος.
    [Η παρ.4 αντικαταστάθηκαν ως άνω από το άρθρο 5 παρ.2 του π.δ. 312/95].
    4α. Οι προμήθειες που έχει ήδη εισπράξει ο εμπορικός αντιπρόσωπος επιστρέφονται εάν το σχετικό δικαίωμα αποσβεστεί. [Η παρ.4α προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ.2 του π.δ. 312/95].
  5. Ο αντιπροσωπευόμενος διαβιβάζει στον Εμπορικό Αντιπρόσωπο κατάσταση των οφειλομένων προμηθειών, το αργότερο την τελευταία ημέρα του μηνός που ακολουθεί το τρίμηνο κατά το οποίο γεννήθηκαν οι σχετικές αξιώσεις. Η κατάσταση αυτή αναφέρει όλα τα ουσιώδη στοιχεία βάσει των οποίων έχει υπολογισθεί το ποσό των προμηθειών.
  6. Ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος δικαιούται να απαιτήσει να του παρασχεθούν όλες οι πληροφορίες και κυρίως απόσπασμα εγγράφων των εμπορικών βιβλίων που χρειάζεται για την επαλήθευση του ποσού των οφειλομένων προμηθειών.
  7. Δεν δύναται να συμφωνηθεί παραίτηση του εμπορικού αντιπροσώπου από τα δικαιώματα που απορρέουν από τις διατάξεις των παραγράφων 2,3,4,,5 και 6 του παρόντος άρθρου.
    [Η παρ.7 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 5 παρ. 3 του π.δ. 312/95].

Άρθρο 8.

  1. α) Διά την εφαρμογή του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας πρέπει να συνομολογηθεί εγγράφως.
    β)Κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα να λάβει από το άλλο, αφού το ζητήσει, ενυπόγραφο έγγραφο που θα αναφέρει το περιεχόμενο της σύμβασης καθώς και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της.Δεν επιτρέπεται παραίτηση από αυτό το δικαίωμα.
    [Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρο 6 παρ.1 του π.δ. 312/95].
  2. Σύμβαση ορισμένου χρόνου, την οποία τα δύο μέρη συνεχίζουν να εκτελούν μετά την λήξη της, θεωρείται ότι μετατρέπεται σε σύμβαση αορίστου χρόνου.
  3. Όταν η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι αορίστου χρόνου κάθε ένας από τους συμβαλλομένους μπορεί να την καταγγείλει, με τήρηση ορισμένης προθεσμίας.
  4. Η προθεσμία καταγγελίας είναι ένας μήνας για το πρώτο έτος της σύμβασης, δύο μήνες από την αρχή του δεύτερου έτους, τρεις μήνες από την αρχή του τρίτου έτους, τέσσερις μήνες από την αρχή του τέταρτου έτους, πέντε μήνες από την αρχή του πέμπτου έτους και έξι μήνες από την αρχή του έκτου και τα επόμενα έτη.
    Δεν είναι δυνατόν να οριστούν μικρότερες προθεσμίες, με συμφωνία των συμβαλλόμενων.
    [Η παρ.4 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρο 2 του π.δ. 88/94].
  5. Αν τα μέρη ορίσουν μεγαλύτερες προθεσμίες καταγγελίας από εκείνες που προβλέπονται από την παράγραφο 4, η προθεσμία καταγγελίας την οποία πρέπει να τηρήσει ο αντιπροσωπευόμενος δεν μπορεί να είναι μικρότερη από εκείνη που ισχύει για τον εμπορικό αντιπρόσωπο.
  6. Εφόσον τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, η λήξη της προθεσμίας καταγγελίας πρέπει να συμπίπτει με το τέλος του ημερολογιακού μηνός.
  7. Οι διατάξεις των παραγράφων 3,4,5 και 6 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται όταν μία σύμβαση ορισμένου χρόνου μετατρέπεται σε σύμβαση αορίστου χρόνου κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού.
    Στην περίπτωση αυτή για τον καθορισμό της προθεσμίας καταγγελίας συνυπολογίζεται και ο προηγούμενος ορισμένος χρόνος.
  8. Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μπορεί να καταγγελθεί κατά πάντα χρόνο και χωρίς την τήρηση των προθεσμιών της παραγράφου 4 σε περίπτωση κατά την οποία ένα εκ των μερών παραλείψει την εκτέλεση του συνόλου ή μέρους των συμβατικών υποχρεώσεων καθώς και σε περίπτωση εκτάκτων περιστάσεων.
    [Η παρ.8 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 6 παρ.2 του π.δ. 312/95].

Άρθρο 9.

  1. α) Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση εάν και εφόσον κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και η καταβολή της αποζημίωσης αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς.
    [Το εδ. α’ αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρο 7 παρ.1 του π.δ. 312/95].
    Στις περιστάσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται επίσης και η εφαρμογή ρήτρας μη ανταγωνισμού με την έννοια του άρθρου 10 του παρόντος.
    β) Το ποσό της αποζημίωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου.
    γ) Η χορήγηση αυτής της αποζημίωσης δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της περαιτέρω ζημιάς την οποία υπέστη όπως ορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.
    δ) Το δικαίωμα αποζημίωσης ή ανόρθωσης ζημίας γεννάται επίσης και όταν η σύμβαση λύεται λόγω θανάτου του εμπορικού αντιπροσώπου.
    [Το εδ. δ’ προστέθηκε με το άρθρο 3 του π.δ. 88/94].
  2. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος χάνει την αξίωση αποζημίωσης ή ανόρθωσης ζημιάς της προηγούμενης παραγράφου εάν δεν γνωστοποιήσει προς τον αντιπροσωπευόμενο εντός έτους από τη λύση της σύμβασης ότι προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμά του.
    [Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρο 3 του π.δ. 88/94].
  3. Η αποζημίωση ή η αποκατάσταση της ζημιάς, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος δεν οφείλεται:
    α) Όταν ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση λόγω υπαιτιότητας εμπορικού αντιπροσώπου, η οποία θα δικαιολογούσε καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο.
    β) Όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός εάν η λύση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευόμενου ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του.
    [Το εδ. β’ αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρο 3 του π.δ. 88/94].
    γ) Όταν μετά από συμφωνία με τον αντιπροσωπευόμενο, ο αντιπρόσωπος εκχωρεί σε τρίτο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. [Το εδ. γ’ προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ.2 του π.δ. 312/95].
  4. Ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος πριν από την λήξη της σύμβασης δεν μπορεί να παραιτηθεί των δικαιωμάτων του που απορρέουν από τις παραπάνω παραγράφους.

Άρθρο 10.

  1. Η συμφωνία που προβλέπει περιορισμό των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λήξη της σύμβασης, ονομάζεται στο εξής υποχρέωση μη ανταγωνισμού.
  2. Η υποχρέωση μη ανταγωνισμού είναι ισχυρά εάν και εφόσον:
    α) έχει συνομολογηθεί εγγράφως και
    β) αφορά το γεωγραφικό τομέα, την ευθύνη του οποίου είχε ο εμπορικός αντιπρόσωπος καθώς και τον τύπο των εμπορευμάτων των οποίων είχε την αντιπροσωπεία σύμφωνα με τη σύμβαση.
  3. Η υποχρέωση μη ανταγωνισμού ισχύει για περίοδο το πολύ ενός έτους μετά την λήξη της σύμβασης.
  4. Με το άρθρο αυτό δεν θίγονται οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας οι οποίες επιβάλλουν άλλους περιορισμούς ως προς το κύρος ή την εφαρμογή ρητρών που περιέχουν υποχρέωση μη ανταγωνισμού ή προβλέπουν ότι τα δικαστήρια μπορούν να μειώσουν τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων που απορρέουν από παρόμοια συμφωνία.

Άρθρο 11.

  1. Οι διατάξεις του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος εφαρμόζονται στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την έναρξη της ισχύος του.
  2. Για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών από τις συμβάσεις που συνήφθησαν πριν από την ισχύ του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος εφαρμόζονται οι διατάξεις του διατάγματος αυτού την 1η Ιανουαρίου 1994.

Άρθρο 12.
Από της ισχύος του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος καταργείται κάθε διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις αυτού και ειδικά οι διατάξεις των άρθρων 1,2,4 παρ.1,3,4 και 5,6,7,11,12 του ν. 307/76 και του άρθρου 11 του ν.504/76.

 
 Share on Facebook Share on Twitter Share on Reddit Share on LinkedIn
Comments Off on Εμπορικοί Αντιπρόσωποι ΠΔ 219-1991  comments